μελιός

μελιός
Κοινή ονομασία του είδους Fraxinus ornus, της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μέλεγος ή φράξος. Πρόκειται για μικρό φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 15 μ. Τα λευκά του άνθη είναι εύοσμα και οργανώνονται σε μεγάλες ταξιανθίες ως φόβη. Το φυτό αυτό είναι ανδροδίοικο, γεγονός που σημαίνει ότι κάποια δέντρα είναι ερμαφρόδιτα, ενώ άλλα φέρουν μόνο στήμονες. Ο μ. είναι ιθαγενές των μεσογειακών περιοχών, ωστόσο φυτεύεται ευρέως σε διάφορα μέρη του κόσμου ως διακοσμητικό φυτό, ενώ στη Σικελία καλλιεργείται για την παραγωγή μάννα. Το μάννα εξάγεται από τον φλοιό του μ., με πλάγιες τομές που πραγματοποιούνται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αφού το δέντρο σταματήσει να βγάζει φύλλα· έχει φαρμακευτική χρήση, λόγω των καθαρτικών του ιδιοτήτων.
* * *
ο, και μελιό, το (Μ μελιός)
βλ. μέλεγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μέλιος, Γιαννάκης — (18ος – 19ος αι.). Αναφέρεται και ως Γκίνο Μέλιος. Κλέφτης από την Τριφυλία. Απέκτησε δικό του στρατιωτικό σώμα και συνεργάστηκε με τον Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη. Κυνηγήθηκε μετά τη δολοφονία του τελευταίου και κατέληξε στα Επτάνησα, όπου κατετάγη… …   Dictionary of Greek

  • μέλιος — μέλος limb neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …   Dictionary of Greek

  • μέλεγος — και μέλεος και μελιγός και μελιός, ο, και μελιό, το (Μ μελεός και μελιός, ὁ) το φυτό μελία ή φράξο, φράξινο ή φλαμουριά («κι η βελανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • μελιό — το βλ. μελιός …   Dictionary of Greek

  • φράξινος — Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται… …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Οίτης (Υπάτης) — Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Εθνικού Δρυμού της Οίτης ιδρύθηκε το 1987 και στεγάζεται σε δύο κτίρια του οικιστικού συγκροτήματος της Μονής Αγάθωνος. Η μονή, που είχε χτιστεί γύρω στο 1400 από το μοναχό Αγάθωνα, χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”